Ο συγγραφέας με το παρόν έργο επιχειρεί μια σφαιρική ανάδειξη και ερμηνεία των γεωπολιτικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, κατά το 2011. Αρχικά (1η ενότητα), επιδιώκει την εισαγωγή του αναγνώστη στον αραβικό κόσμο, εν γένει, και στη συνέχεια, προχωρεί (2η ενότητα) σε μια λεπτομερή ανάλυση των περιπτωσιολογικών μελετών εξέτασης, ήτοι των χωρών, οι οποίες επηρεάστηκαν από την Αραβική Άνοιξη. Τέλος (3η ενότητα), προσεγγίζει ερμηνευτικά τα αίτια και τις συνέπειες των αραβικών εξεγέρσεων, προσβλέποντας σε μια ενδελεχέστερη παρουσίαση και εξήγηση αυτών.
Η πρώτη ενότητα δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να αντιληφθεί τα γεωπολιτικά όρια της περιοχής που μελετάται, εμμένοντας στις επί μέρους ιδιαιτερότητές της, όπως είναι τα οικονομικά της χαρακτηριστικά, η ενεργειακή της δύναμη ( πετρέλαιο, φυσικό αέριο), η μεταναστευτική της παράδοση, οι περιορισμένοι υδάτινοι πόροι και το θρησκευτικό της πλαίσιο (Σουνίτες -Σιίτες) με τις τζιχαντικές εκφάνσεις του (Αλ Κάιντα). Ιδιαίτερη είναι η μνεία στο στρατιωτικό εξοπλισμό των χωρών της περιοχής, αλλά και στον υπαρκτό ή σχεδιαζόμενο πυρηνικό εξοπλισμό τους.
Στη δεύτερη ενότητα ο συγγραφέας εντάσσει τις περιπτωσιολογικές του μελέτες σε ένα πολύ-επίπεδο- κοινωνικό, θρησκευτικό, πολιτικό και οικονομικό- πλαίσιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αφού αναλύει την υπάρχουσα, προ της Αραβικής Άνοιξης, κοινωνική δομή και εξέλιξη σε κάθε μία από τις οκτώ χώρες που εξετάζει (Τυνησία, Αίγυπτος, Λιβύη, Υεμένη, Μαρόκο, Αλγερία, Συρία, Μπαχρέιν) κατόπιν, παραθέτει με χρονολογική συνέπεια την εξελικτική πορεία των εξεγέρσεων και τον αντίκτυπο τους σε εθνικό και δι-εθνικό επίπεδο.
Παράλληλα, εκτός από την ανάδειξη της αμερικανικής και ευρωπαϊκής στάσης απέναντι στην αμφισβήτηση του πολιτικού status quo στις συγκεκριμένες περιοχές, επιδιώκεται το αντίστοιχο και από ελληνικής πλευράς, όπως διαφαίνεται χαρακτηριστικά στο τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο για την Αίγυπτο και τη Λιβύη, αντίστοιχα. Η αμήχανη ελληνική, διπλωματική στάση, λίγο πριν την πτώση του καθεστώτος του Hosni Mubarak, με την αναβολή της επίσκεψης του Έλληνα Πρωθυπουργού, Γιώργιου Παπανδρέου, στο Κάιρο, εντάσσεται από το συγγραφέα σε ένα ευρύτερο, διπλωματικό πλαίσιο. Τονίζοντας, αφενός το οικονομικό ενδιαφέρον της Ελλάδας για τις νέες ευκαιρίες που δύνανται να αναδυθούν από μια νέα τάξη πραγμάτων στην Αίγυπτο και επισημαίνοντας, αφετέρου την τουρκική προσπάθεια αναβάθμισης του γεωπολιτικού της ρόλου στην περιοχή, γεγονός που συνιστά προσεκτικότερους διπλωματικούς χειρισμούς για την Ελλάδα.
Ο συγγραφέας εμμένει στην αντίδραση της Άγκυρας για τις γεωπολιτικές εξελίξεις της περιοχής (κυρίως, στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και στη Συρία), καθώς επιθυμεί να φωτίσει το ενισχυμένο, μετά από την Αραβική Άνοιξη, διπλωματικό της προφίλ, τόσο στον αραβικό κόσμο, όσο και στις ΗΠΑ. Κατάσταση, που αναγνωρίζει ως μια από τις συνέπειες της Αραβικής Άνοιξης και στην οποία κάνει ιδιαίτερη μνεία στο τελευταίο κεφάλαιο.
Οι απόρροιες της Αραβικής Άνοιξης και η άμεση σύνδεση τους με τη Δύση και εν προκειμένω, την Ευρώπη είχαν άμεσο αντίκτυπο στην ενεργειακή ανασφάλεια, αλλά και τη σημαντική μεταναστευτική εκροή προς αυτήν. Ο συγγραφέας εφιστά την προσοχή του αναγνώστη στο συνεκτικό δεσμό των γεωπολιτικών εξελίξεων στη Μέση Ανατολή με την Ευρώπη, η οποία καλείται να αναθεωρήσει την υπάρχουσα παρεμβατική της στρατηγική στην περιοχή, προκειμένου ακολουθεί και να επωφεληθεί από τις εναλλασσόμενες μεταβλητές στον αραβικό κόσμο.
Η συστηματική παρουσίαση σε συνδυασμό με την εύληπτη γλώσσα καθιστούν αυτό το βιβλίο μια εισαγωγή στο φαινόμενο της “Αραβικής Άνοιξης” και σε σημαντικά πραγματολογικά στοιχεία του χώρου της Μέσης Ανατολής. Ο συγγραφέας αντλεί την κύρια πηγή των αναφορών του από το διαδίκτυο. Ωστόσο, ο περαιτέρω εμπλουτισμός της έρευνας με τη διεθνή βιβλιογραφία θα αναδείκνυε περισσότερο τα συστημικά χαρακτηριστικά, τόσο του υπό αμφισβήτηση περιφερειακού status quo, όσο και των αραβικών εξεγέρσεων.

